λογογραφικός

λογογραφικός
-ή, -ό
ο λογοτέχνης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λογογραφικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικός — ή, ό (Α λογογραφικός, ή, όν) [λογογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογογράφο ή στη λογογραφία, στη σύνταξη λόγων ή πεζού λόγου («σὺ δ ἔχεις ἀνάγκην λογογραφικήν» σού χρειάζονται κανόνες συγγραφής, Πλάτ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ… …   Dictionary of Greek

  • λογογραφικόν — λογογραφικός of masc acc sg λογογραφικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικαῖς — λογογραφικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικοῖς — λογογραφικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικῆς — λογογραφικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφική — λογογραφικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικήν — λογογραφικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικῶς — λογογραφικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικῷ — λογογραφικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”